ταπητουργία — η 1. βιομηχανία ταπήτων, χαλιών. 2. η τέχνη κατασκευής ταπήτων, χαλιών: Η ταπητουργία είναι αναπτυγμένη στην Περσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταπέτο — Oνομάζεται και χαλί. Υφαντό επίστρωμα για το δάπεδο και για την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων. Κατασκευάζεται κυρίως από μαλλί και είναι χειροποίητο ή μηχανοποίητο. Ως χώρες κατασκευής τ. αναφέρονται η Αίγυπτος, η Περσία, η Μεσοποταμία, η… … Dictionary of Greek
θεοδοσία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. η μάρτυς. Καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης. Μαρτύρησε σε ηλικία 18 χρόνων στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, αφού την έριξαν στη θάλασσα. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Μαΐου. 2. Θ. η μάρτυς. Ήταν… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
νίς — I (Nice). Πόλη της Γαλλίας, πιο γνωστή με την ελληνική ονομασία της, Νίκαια (βλ. λ.). II (Nish). Πόλη (174.000 κάτ. το 2003) της Σερβίας. Βρίσκεται στην κεντρική Σερβία, στον ποταμό Νισάβα, παραπόταμο του Μοράβα. Είναι οχυρωμένη πόλη και σπουδαίο … Dictionary of Greek
ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… … Dictionary of Greek
ταπητοποιία — η, Ν ταπητουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάπης, ητος + ποιία (< ποιός*)] … Dictionary of Greek
ταπητουργικός — ή, ό, Ν [ταπητουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταπητουργία ή στον ταπητουργό («ταπητουργικός οργανισμός») … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αχαΐα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και διοικητική διαίρεση (νομός) με πρωτεύουσα την Πάτρα, έκταση 3.209 τ. χλμ. (791 πεδινά, 462 ημιορεινά και 1.956 ορεινά) και πληθυσμό 322.789 κάτ.. Ο νομός συνορεύει στα Α με τον… … Dictionary of Greek